- καλωσόριστος
- -η, -ο [καλωσορίζω]αυτός που τόν καλωσορίζουν, που τόν υποδέχονται με φιλοφροσύνη, ευπρόσδεκτος.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ακαλωσόριστος — η, ο [καλωσόριστος] 1. αυτός που δεν τόν καλωσόρισαν, που δεν τού έκαναν καλή υποδοχή 2. που ο ερχομός του προκαλεί δυσφορία … Dictionary of Greek